- ἀργίλοφος
- ἀργί-λοφος [pron. full] [ῐ],A white-crested,
κολώνα Pi.Fr.200
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολώνα Pi.Fr.200
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀργίλοφον — ἀργίλοφος white crested masc/fem acc sg ἀργίλοφος white crested neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίλοφοι — ἀργίλοφος white crested masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek